Thursday, 28 March, 2024

Οι μνήμες της προσφυγιάς

Ο μαρτυρικός θάνατος του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου και ο αφανισμός των Ελλήνων της ιωνικής πρωτοπολιτείας (Σεπτέμβριος 1922). 

του Βασίλη Πλατή, φιλόλογου, δρος Ιστορίας Α.Π.Θ., υποδιευθυντή Δ.Ι.Ε.Κ. Έδεσσας

Ήταν Κυριακή, 10 Σεπτεμβρίου 1922, μεταξύ 4-5 μ.μ. Ήδη από την προηγούμενη ημέρα ο τουρκικός στρατός είχε εισβάλει νικηφόρα στη Σμύρνη προοιωνιζόμενος τη συμφορά που θα ακολουθούσε. Ο Νουρεντίν πασάς, διοικητής της πόλης κατά το διάστημα 1918-1919, πριν την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (15 Μαΐου 1919), κατόπιν συμμαχικής απόφασης, ζήτησε να του φέρουν με την απειλή γυμνών ξιφολογχών τον μητροπολίτη Χρυσόστομο. Ο σεβάσμιος ιεράρχης του έτεινε το χέρι. Ο τούρκος διοικητής αρνήθηκε να μολύνει, όπως είπε, το δικό του αγγίζοντας το «μιαρό» χέρι του Χρυσοστόμου. Αμέσως τον παρέπεμψε στο μαινόμενο τουρκικό όχλο για να τιμωρηθεί «παραδειγματικά».

Η συνέχεια ήταν φρικιαστική… Το πλήθος αφέθηκε να κατασπαράξει τον απροστάτευτο ιεράρχη. Τον άρπαξαν, τον έσυραν από τα γένια, του έσκισαν τα ράσα, τον ποδοπάτησαν, τον γρονθοκόπησαν ανελέητα στο πρόσωπο, του έβγαλαν τα μάτια…

      Το αποκορύφωμα του δράματος παίχτηκε στην τουρκική συνοικία της Σμύρνης. Εκεί, υπό την ιαχή «ξεσκίστε τον το σκύλο», οι δήμιοί του ­ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν και μικρά παιδιά εμποτισμένα με έναν αλλότριο για την ηλικία τους φανατισμό­ αφαίρεσαν τμήματα του διαμελισμένου και καταξεσχισμένου σώματος του ιεράρχη και τα περιέφεραν θριαμβευτικά σε διάφορες συνοικίες.

Ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος έμεινε κοντά στο ποίμνιό του ως τις τελευταίες ώρες της ζωής του, παρότι του είχαν παρασχεθεί αγγλικές και γαλλικές διαβεβαιώσεις για να εγκαταλείψει έγκαιρα την πόλη. Ο άλλοτε μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών (έως το 1910) που απέκρουε με σθένος τις προπαγανδιστικές ενέργειες των Βούλγαρων κομιτατζήδων και των Ρουμάνων εθνικιστών στη Μακεδονία στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα κρατώντας ζωντανό τον ελληνισμό στις προγονικές του εστίες, συνέδεσε το όνομά του με την προσδοκία πραγματοποίησης του οράματος της «Μεγάλης Ιδέας», το οποίο είχε γαλουχήσει γενιές Ελλήνων περισσότερο από έναν αιώνα.

Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη θεωρήθηκε ως το κρίσιμο βήμα για την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι εξελίξεις όμως στο μικρασιατικό μέτωπο διέψευσαν τις ελπίδες. Ο μαρτυρικός θάνατος του Χρυσοστόμου Σμύρνης συνδέθηκε με την τραγική μοίρα του ελληνισμού στα μικρασιατικά παράλια. Ο μάρτυρας Χρυσόστομος Σμύρνης ανακηρύχτηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως άγιος και η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου.

      Ο ταπεινωτικός θάνατος του Χρυσοστόμου ήταν η απαρχή για τα αποτρόπαια γεγονότα που ακολούθησαν τις επόμενες ώρες και ημέρες στη Σμύρνη, κατάληξη των οποίων υπήρξε ο αφανισμός ολόκληρου του ελληνικού αλλά και αρμενικού πληθυσμού της άλλοτε κραταιάς μητρόπολης. Επειδή τα γεγονότα και οι ανθρώπινες απώλειες Ελλήνων και Αρμενίων στην αποβάθρα της Σμύρνης μετά την πυρπόληση από τούρκους στρατιώτες της ελληνικής και αρμενικής συνοικίας της πόλης σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στη λέξη «συνωστισμός» με την οποία αποδόθηκαν ­ελπίζουμε εκ παραδρομής­ σε ελληνικά σχολικά εγχειρίδια, παραθέτουμε τη μαρτυρία γάλλου αυτόπτη μάρτυρα που αφηγήθηκε τα γεγονότα μετά το «χαλασμό» της 13ης Σεπτεμβρίου 1922 σε εφημερίδα της πατρίδας του (ανάλογες μαρτυρίες περιέχονται στο βιβλίο του γάλλου δημοσιογράφου René Puaux, «Οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης»):

«Οι Τούρκοι πυροβολούσαν τους δύστυχους εκείνους ανθρώπους που ήθελαν να σωθούν από τις φλόγες. Το πλήθος συνέρρεε στις αποβάθρες, σκόνταφτε κι έπεφτε μέσα στο νερό. Όσοι τα κατάφερναν, έβρισκαν άσυλο πάνω στα πλοία. Μια μηχανοκίνητη άκατος είχε γεμίσει τόσο, που αναποδογύρισε και πνίγηκαν όλοι όσους μετέφερε. Επιτέλους, τα πολεμικά πλοία έστειλαν βάρκες, για να σώσουν τον κόσμο. Προς τα μεσάνυχτα η φωτιά έφθασε στις αποβάθρες. Οι κραυγές του πλήθους έγιναν φοβερές. Έβλεπε κανείς φλεγόμενα ανθρώπινα σώματα να ρίχνονται στη θάλασσα. Ένα ένα τα σπίτια κατέρρεαν. Οι Τούρκοι κατάβρεχαν με πετρέλαιο τα σπίτια που απέμεναν, και έριχναν εμπρηστικές βόμβες για να προκαλέσουν νέες πυρκαγιές. Ήταν ένα θέαμα που θύμιζε Κόλαση».

Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν από την εκδικητική μανία του κεμαλικού στρατού στους δρόμους της κατεστραμμένης πόλης και να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο γνώρισαν την εμπειρία της προσφυγιάς. Με πολύ κόπο και ξεπερνώντας κακουχίες πολλών ετών κατάφεραν να ορθοποδήσουν στην καθημαγμένη Ελλάδα των τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων, που μόλις έβγαινε τότε από τις στάχτες ενός πολυετούς πολέμου. Οι άνθρωποι αυτοί και οι επίγονοί τους είναι σε θέση να νιώσουν στις μέρες μας το δράμα ενός άλλου λαού, του συριακού, που προσπαθεί να ξεφύγει από τις φλόγες του πολέμου που μαίνεται και να επιβιώσει… Το τραύμα της προσφυγιάς είναι βαθύ.

Οι μνήμες της προσφυγιάς

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου